φωτογλυπτικός

φωτογλυπτικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φως και στη γλυπτική
2. αυτός που έγινε γλυπτός με τη βοήθεια τής φωτογραφίας
3. το θηλ. ως ουσ. η φωτογλυπτική
μέθοδος παραγωγής γλυπτών και ανάγλυφων με τη βοήθεια τής φωτογραφίας.
επίρρ...
φωτογλυπτικώς και φωτογλυπτικά Ν
με τη μέθοδο τής φωτογλυπτικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + γλυπτικός. Η λ., στο θηλ. φωτογλυπτική, μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτογλυπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φως και τη γλυπτική, που έχει γίνει γλυπτός ή ανάγλυφος με τη βοήθεια φωτογραφίας. 2. το θηλ. ως ουσ., φωτογλυπτική μέθοδος επεξεργασίας γλυπτών και ανάγλυφων με τη βοήθεια φωτογραφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”